ὑπερμάκης
Look at other dictionaries:
υπερμάκης — ὑπέρμακες, Α (δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης … Dictionary of Greek
ὑπερμάκει — ὑπερμά̱κει , ὑπερμάκης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερμά̱κει , ὑπερμάκης masc/fem/neut dat sg ὑπερμά̱κεϊ , ὑπερμάκης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) … Dictionary of Greek