ὑπερμάκης

ὑπερμάκης
ὑπερμάκης,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερμάκης — ὑπέρμακες, Α (δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης …   Dictionary of Greek

  • ὑπερμάκει — ὑπερμά̱κει , ὑπερμάκης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερμά̱κει , ὑπερμάκης masc/fem/neut dat sg ὑπερμά̱κεϊ , ὑπερμάκης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”